φαυλοκρατία — η, Ν η επικράτηση τών φαύλων στην πολιτική ζωή, πολιτική εξαχρείωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαύλος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. αξιο κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
φαυλοκρατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαυλοκρατία και στον φαυλοκράτη («φαυλοκρατικές μέθοδοι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο φαυλοκρατικός οπαδός τής φαυλοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαυλοκράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
φαυλοκρατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τη φαυλοκρατία (βλ. λ.), ο οπαδός της φαυλοκρατίας, αυτός που ακολουθεί τις μεθόδους της: Φαυλοκρατική νοοτροπία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)